ταμιεύσῃ

ταμιεύσῃ
ταμιεύσηι , ταμίευσις
economy
fem dat sg (epic)
ταμιεύω
to be treasurer
aor subj mid 2nd sg
ταμιεύω
to be treasurer
aor subj act 3rd sg
ταμιεύω
to be treasurer
fut ind mid 2nd sg
ταμιόω
confiscat
pres part act fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταμίευση — η / ταμίευσις, εύσεως, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. αποταμίευση αρχ. 1. οικονομική διαχείριση, επιστασία 2. προγραφή, δήμευση …   Dictionary of Greek

  • ταμίευμα — το, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο αρχ. 1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη 2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”